γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
φουρτουνιάζω — φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος, αμτβ., συνήθ. στο γ πρόσωπο 1. (για θάλασσα, για καιρό), γίνομαι θυελλώδης, προκαλώ τρικυμία, αφρομανώ: Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (Γ. Βιζυηνός). 2. μτφ., αγριεύω, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρενιάζω — Ν 1. (μτβ.) κάνω κάποιον έξω φρενών, εξοργίζω, δαιμονίζω 2. (αμτβ.) α) γίνομαι έξω φρενών, εξοργίζομαι, δαιμονίζομαι β) κάνω πολύ θόρυβο γ) είμαι σε έκσταση, σε ιερή μανία («πια ο ψάλτης δε φρενιάζει... στης ορφικής κιθάρας γερμένος τη χορδή»,… … Dictionary of Greek
εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… … Dictionary of Greek
μανιώνω — [μανία] 1. καταλαμβάνομαι από μανία, γίνομαι μανιακός, τρελαίνομαι 2. οργίζομαι πάρα πολύ, γίνομαι έξω φρενών 3. μέσ. μανιώνομαι (για τα στοιχεία τής φύσης) επέρχομαι ορμητικά, βίαια … Dictionary of Greek
παρεκτρέπω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω 2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο β)… … Dictionary of Greek
αλογώ — ἀλογῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. δεν προσέχω σε κάτι, αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι 2. είμαι παράλογος (μέσ. ή παθ.) 1. περιφρονούμαι, καταφρονούμαι από κάποιον 2. διαπράττω απρονοησία, παρασύρομαι από κακό ή εσφαλμένο υπολογισμό, κάνω λάθος 3.… … Dictionary of Greek
αφηνιάζω — (AM ἀφηνιάζω) [ηνία] (για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη αρχ. μσν. εξεγείρομαι, στασιάζω νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα 2.… … Dictionary of Greek
δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 … Dictionary of Greek
εξαφορμίζω — και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω] νεοελλ. 1. τρελαίνω κάποιον με φωνές 2. χάνω τα λογικά μου 3. γίνομαι έξω φρενών μσν. προφασίζομαι, δικαιολογούμαι … Dictionary of Greek